- απαγκιστρώνομαι
- απελευθερώνομαι, ανακουφίζομαι από κάποια δύσκολη κατάσταση ή ανεπιθύμητη σχέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαγκιστρώνομαι — απαγκιστρώνομαι, απαγκιστρώθηκα, απαγκιστρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαγκιστρώνω — ξαγκίστρωσα, ξαγκιστρώθηκα, ξαγκιστρωμένος 1. απαγκιστρώνω, βγάζω από το αγκίστρι: Ξαγκίστρωσα το ψάρι κι έριξα τ αγκίστρι στη θάλασσα. 2. το μέσ., ξαγκιστρώνομαι βγαίνω από το αγκίστρι, απαγκιστρώνομαι: Πιάστηκε το ψάρι, μα ξαγκιστρώθηκε πριν το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπιάνομαι — ξεπιάστηκα 1. ξεφεύγω από κάτι που με πιάνει, ξεσκαλώνομαι, απαγκιστρώνομαι: Ξεπιάστηκε το ψάρι απ τ αγκίστρι. 2. μτφ., απαλλάσσομαι από παράλυση μέλους του σώματος, από πιάσιμο: Με τα μπάνια ξεπιάστηκε η μέση μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)